Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τὴν ἀξίαν

См. также в других словарях:

  • αξία — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα, όπου σημαίνει τη σημασία που ο άνθρωπος αποδίδει σε ένα αγαθό. Η θεωρία της α. αποτέλεσε για πολύ καιρό ένα από τα θεμελιώδη σημεία της πολιτικής οικονομίας, επειδή οι οικονομολόγοι πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… …   Dictionary of Greek

  • видѣниѥ — ВИДѢНИ|Ѥ (474), А с. 1.Восприятие зрением, видение; обозрение, осмотр; созерцание: игранiѥ и плѩсаниѥ и гудениѥ. входѩщемъ въстати всемъ. да не осквьрнѩть имъ чювьсва. видѣниѥмь и слышаниѥмь. по оч҃кому повелѣнию. КН 1280, 513в; множицею на… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • PHOLLIS seu FOLLIS — Graece Φόλλις, seu potius φολὶς, unde per l. unicum scribendum, ut in Eusebii Hist. l. 10. c. 6. verbum est originis Hebraicae: pheles enim idem illis, quod ponderare, atque ut ab hoc fit siclus vel sicel, vox πολύσημος, sic ab illo φολὶς, Pholis …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εναποτιμώ — ἐναποτιμῶ ( άω) (Α) υπολογίζω κατ εκτίμηση την αξία ενός αντικειμένου («τὰ ἐνέχυρα πρὸς τὴν ἀξίαν ἐναποτιμηθῆναι ἐκέλευσε», Δίων Κάσ.) …   Dictionary of Greek

  • SCUTARIUS — Iul. Firmico l. 4. c. 14. armiger: in Glossis Graeco Latin. Α᾿σπιδοποιὸς, i. e. scutorum artifex: in aliis: ἀξίωμα ςτρατιωτικὸν est, φέρον (subintellige θυρεὸν) Certe inter Palatinas Scholas mentio est non semel apud Scriptores, Scutariorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ԱՆԱՐԺԱՆՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0116 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 12c, 14c գ. ἁνάξιον, ἁπαξία indignitas Անարժան գտանիլն. անարժանաւորութիւն. ոչն արժանի լինել կամ երեւիլ. եւ յետնութիւն. ցածութիւն. նուաստութիւն. ... *Որ զանց արարեր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • Σώπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κύπριος συγγραφέας σατιρικών δραμάτων, που έζησε στην εποχή του Μεγάλου Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου. Έγραψε τα έργα Φακή, Βακχίς, Βακχίδος γάμος, Βακχίδος μνηστήρες, Ιππόλυτος, Γαλάται, Ευβουλοθεόμβρο τος, Κνιδία,… …   Dictionary of Greek

  • PROCONSULARE Imperium — apud iul. Capitolin. in Antonino Pio, c. 4. Adoptatus est factusque est Patri et in Imperio Proconsulari et in Tribunitia potestate collega: nomen dignitatis Imperatoribus propriae. Nampe inter Principatus titulos utrumque, iam inde ab Augusto,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»